ισοπαλία — η [ἰσόπαλος], το αποτέλεσμα ενός παιχνιδιού ή αγώνα στα οποία δεν αναδεικνύεται νικητής, αλλά οι αντίπαλοι βγαίνουν ισοδύναμοι … Dictionary of Greek
Вардис, Антонис — Антонис Вардис Дата рождения 7 августа 1948(1948 08 07) (64 года) Место рождения Афины Страна … Википедия
ισόπαλος — η, ο (Α ισόπαλος, ον) ίσος με άλλον στην πάλη ή σε άλλο αγώνισμα νεοελλ. ισάξιος με άλλον, ισοδύναμος, εφάμιλλος. επίρρ... ισοπάλως και ισόπαλα (Α ἰσοπάλως) με ισοπαλία, με ίση επίδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παλος (< πάλη), πρβλ. αντί παλος … Dictionary of Greek
νούλα — η (Μ νούλα) μηδέν, μηδενικό («νούλα η νούλα τά φαγε ούλα» λέγεται για κακόπιστους και ιδιοτελείς λογαριασμούς, παροιμ.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) ανάξιος, τιποτένιος («μπορεί ως επιστήμονας να είναι σπουδαίος, αλλά ως άνθρωπος είναι μία νούλα») 2.… … Dictionary of Greek
πατ — το άκλ. (σκακιστικός όρος) ισοπαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. patta «εγκατάλειψη, απαλλαγή» (< λατ. pactum «συμφωνία, όρος, συνθήκη»)] … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
μπάσκετ-μπολ ή καλαθοσφαίριση — Ομαδική αθλοπαιδιά που διεξάγεται μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά όρια, κατά τα οποία οι δύο αντιμέτωπες ομάδες, ενώ κάθε μια προστατεύει ένα ειδικό καλάθι, προσπαθούν να στείλουν με τα χέρια μια μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας. Κάθε φορά… … Dictionary of Greek
ισοδυναμία — η 1. ισότητα δυνάμεων: Σχέση ισοδυναμίας. 2. ισοπαλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισοδυναμώ — είμαι ισοδύναμος, αντιστοιχώ: Είναι λίγοι, αλλά ισοδυναμούν με πολλούς. Μια τέτοια ενέργεια ισοδυναμεί με αυτοκτονία. – Η ισοπαλία σ αυτό το παιχνίδι ισοδυναμεί με νίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)